- επιλησμοσύνη
- ἐπιλησμοσύνη, ἡ (Α) [επιλήσμων]λήθη, λησμονιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιλησμοσύνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμοσύνῃ — ἐπιλησμοσύνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμοσύνην — ἐπιλησμοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμοσύνης — ἐπιλησμοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμοσύνας — ἐπιλησμοσύνᾱς , ἐπιλησμοσύνη fem acc pl ἐπιλησμοσύνᾱς , ἐπιλησμοσύνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμοσύναι — ἐπιλησμοσύνᾱͅ , ἐπιλησμοσύνη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)